- κυπρίδιος
- κυπρίδιος, -ία, -ον (AM) [Κύπρις]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αφροδίτη2. αυτός που ανήκει στον έρωτα, ο τρυφερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κυπριδίων — Κυπρίδιος of love fem gen pl Κυπρίδιος of love masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριδίη — Κυπρίδιος of love fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριδίην — Κυπρίδιος of love fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριδίης — Κυπρίδιος of love fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριδίοις — Κυπρίδιος of love masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριδίοισι — Κυπρίδιος of love masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριδίοισιν — Κυπρίδιος of love masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριδίου — Κυπρίδιος of love masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριδίους — Κυπρίδιος of love masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριδίῃ — Κυπρίδιος of love fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)